- διαμαχομένων
- διαμάχομαιfightpres part mp fem gen plδιαμάχομαιfightpres part mp masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσφθονώ — έω, Α 1. εναντιώνομαι σε κάποιον επειδή τόν φθονώ («ἦν δὲ τῶν διαμαχομένων αὐτῷ και προσφθονούντων ἐπιφανέστατος», Πλούτ.) 2. βλέπω κάποιον με φθόνο, με ζηλοτυπία («τῆς Ἀλεξάνδρου δυνάμεως βαρυνόμενον καὶ προσφθονοῡντα», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
συμβιβασμός — (Νομ.). Επίλυση διαφοράς ή αμφισβήτησης με αμοιβαίες υποχωρήσεις. Στο αστικό δίκαιο, θεωρείται σύμβαση με τη βοήθεια της οποίας τα συμβαλλόμενα μέρη διαλύουν τη μεταξύ τους διαφορά, που αφορά οποιαδήποτε έννομη σχέση, ή αίρουν την αβεβαιότητα… … Dictionary of Greek